- μπετούγια
- η маленькая щеколда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπετούγια — η μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα των παραθύρων ή τών θυρών, που ανοίγει και κλείνει και από μέσα και από έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija] … Dictionary of Greek
πετούγια — η, Ν η μπετούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija (πρβλ. και μπετούγια)] … Dictionary of Greek
ζεμπερέκι — και ζουμπερέκι, το μπετούγια πόρτας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zemberek] … Dictionary of Greek